-
1 транзитный
транзитный: \транзитныйая виза η βίζα τράνζιτο· \транзитный пассажир о επιβάτης με τράνζιτο* * *транзи́тная ви́за — η βίζα τράνζιτο
транзи́тный пассажи́р — ο επιβάτης με τράνζιτο
-
2 транзит
-
3 транзит
транзитм τό τράνζιτο, ἡ διαμετα-κόμιση [-ις]:проходить \транзитом περνώ τράνζιτο. -
4 транзитный
транзит||ныйприл διαμετακομιστικός, ὑπό διαμετακόμιση [-ιν], πού περνᾶ τράνζιτο:\транзитныйные товары τά ἐμπορεύματα ὑπό διαμετακόμιση· \транзитныйный пассажир ὁ ἐπιβάτης πού περνἄ τράνζιτο. -
5 транзит
η διαμετακόμισηразг. το τράνζιτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транзит
-
6 транзит
[τρανζίτ] ουσ. α τράνζιτο -
7 транзит
[τρανζίτ] ουσ α τράνζιτο -
8 транзит
-а α.1. διαμετακόμιση, τρανζίτο.2. μεταφορά φορτίου χωρίς μεταφόρτωση.
См. также в других словарях:
τράνζιτο — το, Ν άκλ. 1. (οικον.) διαμετακόμιση εμπορευμάτων χωρίς την καταβολή δασμών 2. (ως επίρρ.) διαμετακομιστικώς («περνώ [ή ταξιδεύω] τράνζιτο» διέρχομαι διά μέσου μιας χώρας χωρίς να πληρώσω δασμούς για εμπορεύματα τα οποία αγόρασα ή έχω από τη χώρα … Dictionary of Greek
τράνζιτο — το άκλ. (λ. ιταλ.), διακίνηση εμπορευμάτων μέσω άλλης χώρας: Η ντομάτα μας πάει στη Γερμανία τράνζιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)